πολυανδρικός

πολυανδρικός
-ή, -ό, Ν [πολύανδρος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυανδρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πολυανδρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”